ἀραχνήεις

ἀραχνήεις
ἀραχν-ήεις, εσσα, εν,
A = ἀραχναῖος, Nic.Th.733, Al.492.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀραχνήεντα — ἀραχνήεις neut nom/voc/acc pl ἀραχνήεις masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραχνήεντι — ἀραχνήεις masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”